τηλεφώνημα

τηλεφώνημα
το, -ατος
ό,τι μεταβιβάζεται με το τηλέφωνο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τηλεφώνημα — το, Ν τηλεπ. συνομιλία μέσω τηλεφώνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεφωνώ. Η λ., στον πληθ. τηλεφωνήματα, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εστία] …   Dictionary of Greek

  • αποδέκτης — Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός… …   Dictionary of Greek

  • ξενίζω — (ΑΜ ξενίζω, Α ιων. και επικ. τ. ξεινίζω) [ξένος] 1. υποδέχομαι κάποιον ξένο και τόν περιποιούμαι, φιλοξενώ (α. «τὸν μὲν ἐγὼ... εὖ ἐξείνισσα», Ομ. Οδ. β. «ἀπικόμενος δὲ ἐξεινίζετο ἐν τοῑσι βασιληΐοισι ὑπό τοῡ Κροίσου», Ηρόδ.) 2. προκαλώ έκπληξη ή… …   Dictionary of Greek

  • υπεραστικός — ή, ό, Ν [αστικός] 1. αυτός που γίνεται ή εκτείνεται πέρα από την πόλη (α. «υπεραστικές συγκοινωνίες» β. «υπεραστικό τηλεφώνημα») 2. το ουδ. ως ουσ. το υπεραστικό λεωφορείο που εκτελεί δρομολόγια έξω από το αστικό δίκτυο …   Dictionary of Greek

  • φάρσα — Σύντομο θεατρικό έργο με κωμική υπόθέση που προορίζεται συνήθως για λαϊκό κοινό. Τα πρώτα γνωστά θεατρικά έργα του είδους είναι γαλλικά και χρονολογούνται από τα τέλη του Μεσαίωνα. Η γνωστότερη είναι Το παιδί και ο τυφλός, έργο ανώνυμου συγγραφέα …   Dictionary of Greek

  • εκφοβιστικός — ή, ό που προκαλεί το φόβο ή που γίνεται για εκφοβισμό, τρομοκρατικός: Ανώνυμο εκφοβιστικό τηλεφώνημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • επείγον — το ουδ. μτχ. ενεστ. του επείγω χαρακτηρισμός σε τηλεγράφημα, έγγραφο, τηλεφώνημα κτλ., που δηλώνει ότι είναι ανάγκη να φτάσει στον αποδέκτη όσο γίνεται γρηγορότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραξενεύω — παραξένεψα, παραξενεύτηκα, παραξενεμένος 1. κάνω κάποιον να εκπλαγεί, να απορήσει: Το ξαφνικό τηλεφώνημά σας ύστερα από τόσον καιρό με παραξένεψε. 2. μέσ., παραξενεύομαι ξαφνιάζομαι, απορώ, νιώθω παράξενα: Παραξενεύτηκα από τον τρόπο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρσέρ — ο άκλ. (λ. γαλλ.), ο επιτήδειος να κάνει φάρσες σε βάρος άλλων: Δεν υπήρχε βόμβα στο αεροπλάνα· το τηλεφώνημα στην αστυνομία έγινε από φαρσέρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”